- ὑδροκύων
- ὑδρο-κύων [pron. full] [κῠ], κύνος, ὁ, title of Menippean Satire by Varro, Gell.13.31.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδροκύων — ο / ὑδροκύων, κυνός, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους οστεοϊχθύων αρχ. ως κύριο όν. Ὑδροκύων τίτλος σάτιρας τού Ουάρρωνος, γραμμένης κατά τον τρόπο τού κυνικού φιλοσόφου Μενίππου, η οποία δεν έχει διασωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * +… … Dictionary of Greek
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek